κεφαλαιωτής

κεφαλαιωτής
κεφαλαι-ωτής, οῦ, , = Lat.
A capitularius, secretary and treasurer of a group of landowners or artisans, acting as recruiting officer, taxcollector, etc., PThead.22.4 (iv A.D.), PLips.40 iii 17 (iv/v A.D.), 48.9 (pl., iv A.D.), al., Cod.Theod.11.24.6.7 (pl.);

τοῦ ἡγεμονικοῦ πολυκώπου PGrenf.2.80

(pl., v A.D.);

ταρσικαρίων PLips.89

(iv A.D.);

πιττακίων Sammelb.4422.2

; πλινθουργῶν ib.5175.21 (vi A.D.), al.
II in pl., = Lat. optimates, Olymp.Hist.p.452 D.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιωτής — κεφαλαιωτής, οῡ, ὁ (ΑΜ) [κεφαλαιώ] στον πληθ. οι κεφαλαιωταί, οι κεφαλές, οι αρχηγοί, οι πρώτοι αρχ. γραμματέας ή ταμίας ενός συντεχνιακού ομίλου γαιοκτημόνων ή τεχνιτών, π.χ. φοροσυλλέκτης, στρατολόγος κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιωταί — κεφαλαιωτής capitularius masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωτήν — κεφαλαιωτής capitularius masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεφαλαιωτία — κεφαλαιωτία, ἡ (Α) [κεφαλαιωτής] το έργο, το λειτούργημα τού κεφαλαιωτού …   Dictionary of Greek

  • κεφαλαιωτός — κεφαλαιωτός, ή, όν (ΑΜ) [κεφαλαιώ] μσν. κεφαλαιωτής*, αρχηγός αρχ. αυτός που έχει κεφάλι ή εξόγκωμα το οποίο μοιάζει με κεφάλι, κεφαλωτός («πράσου καρπὸς κεφαλαιωτοῡ», Διοσκ.) …   Dictionary of Greek

  • ЕГИПЕТ — Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. Развалины рим. базилики в Гермополе. V в. [Арабская Республика Египет (АРЕ); араб. ; копт. khme], гос во в сев. вост. части Африки и на Синайском п ове в Азии, к его территории также относятся неск.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”